- κελεύσματα
- κέλευθοςroadneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικελευστής — ἐπικελευστής, ὁ (Α) [επικελεύω) αυτός που δίνει κελεύσματα, εντολές, ειδικά αυτός που δίνει τον ρυθμό στους κωπηλάτες … Dictionary of Greek
στρούγγα — και στρούγκα, η, Ν 1. μαντρί, στάνη 2. συνεκδ. ποίμνιο, κοπάδι 3. μτφ. (σκωπτικά) σύνολο οπαδών που ακολουθούν τυφλά και υποτακτικά τον αρχηγό τους 4. «μπήκε [ή κλείστηκε] στη στρούγγα» μτφ. υποτάχθηκε τυφλά στα άνωθεν κελεύσματα μαζί με τους… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Λίτσας, Δημήτριος — (Σπέτσες 1883 – Αλεξάνδρεια 1952). Ζωγράφος. Θεωρείται ο κορυφαίος ζωγράφος που ανέδειξε ο ελληνισμός της Αιγύπτου, μετά τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας, έζησε για ένα διάστημα στη Σμύρνη και στην… … Dictionary of Greek